- ψυχοσωματικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή και στο σώμα συγχρόνως, καθώς και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις («ψυχοσωματικά αίτια»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychosomatique (< ψυχή + σώμα + κατάλ. -ικός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.